- συλλαβιστός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που εκφωνείται κατά συλλαβές2. αυτός που διαβάζεται με δυσκολία.επίρρ...συλλαβιστά Ν1. κατά συλλαβή, με συλλαβισμό2. (κατ' επέκτ.) με δυσκολία στην ανάγνωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαβίζω. Η λ., στον λόγιο τ. τού ουδ. συλλαβιστόν, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.